πρέσα

πρέσα
Εργαλειομηχανή κατάλληλη να παραραμορφώνει με βαθμιαία δράση συμπίεσης ένα υλικό και να το υποχρεώνει να πάρει την επιθυμητή μορφή. Η π. χρησιμοποιείται σε πολλές επεξεργασίες των μετάλλων ή των πλαστικών υλικών σφυρηλάτηση, εκτύπωση με καλούπι εν θερμώ ή εν ψυχρώ, διέλαση, απότμηση, εξέλαση κλπ. (η εξέλαση είναι η επεξεργασία με την οποία λαμβάνουμε από ένα δίσκο ή και από ένα επίπεδο φύλλο μετάλλου ένα σώμα κοίλου σχήματος). Η π. αποτελείται από ένα σκελετό με 2 ή 4 στήλες, συνήθως από χάλυβα, από δύο σταθερές δοκούς συνδεδεμένες στα άκρα των στηλών και από μία κινητή δοκό η οποία, κατάλληλα ωθούμενη, κινείται κατά μήκος των στηλών και συμπιέζει το προς επεξεργασία υλικό επάνω σε μία από τις δύο σταθερές δοκούς. Οι στήλες, και συνεπώς η διεύθυνση μετακίνησης της κινητής δοκού, μπορούν να είναι κάθετες ή οριζόντιες. Κατά τις επεξεργασίες εκτύπωσης και εξέλασης οι αρσενικές και θηλυκές μήτρες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για να δώσουν την επιθυμητή μορφή στο υλικό, είναι συναρμολογημένες αντίστοιχα στην κινητή και στη σταθερή δοκό, επί της οποίας γίνεται η δράση συμπίεσης ή αντίστροφα. Οι π. διέλασης, που χρησιμοποιούνται ευρέως για την κατασκευή ράβδων ειδικής διατομής από ελαφρό κράμα ή από πλαστική ύλη, είναι συνήθως οριζόντιες και η δράση συμπίεσης ασκείται σε υλικά που έχουν προηγούμενα θερμανθεί και περιλαμβάνονται μέσα σε κύλινδρο που έχει στην άκρη του μια οπή. Ανάλογα με τον τύπο της εφαρμοζόμενης δύναμης, οι π. διαιρούνται σε μηχανικές και υδραυλικές. Οι πρώτες μπορούν να είναι με κοχλία (ή με ζύγωθρο) ή με έκκεντρο (ή με διωστήρα). Η π. με κοχλία, που κινείται είτε με το χέρι, με κατάλληλους μοχλούς, είτε με κινητήρα, αποτελείται από έναν κοχλία, στα άκρα του οποίου εφαρμόζεται σταθερά η κινητή δοκός, και από έναν οδηγό περικόχλιο σταθερά συνδεδεμένο με τον σκελετό. Η π. με διωστήρα, χρήσιμη κυρίως για την επεξεργασία της εξέλασης και της κάμψης, αποτελείται από έναν σφόνδυλο, ο οποίος, όταν τεθεί σε περιστροφή, αποθηκεύει κινητική ενέργεια και τη μεταδίδει την κατάλληλη στιγμή στην κινητή δοκό μέσω ενός συστήματος διωστήρων ή εκκέντρων. Στην υδραυλική π. η κινητή δοκός συνδέεται με ένα έμβολο, επί του οποίου ασκείται η δράση ενός ρευστού (νερό, λάδι, ατμός, αέρας κλπ.), που συμπιέζεται από μία αντλία, συνήθως εμβολοφόρο. Αυτός ο τύπος π. χρησιμοποιείται συνήθως για την τύπωση, για τη σφυρηλάτηση και για όλες τις επεξεργασίες που απαιτούν δυνάμεις υψηλές για πολύ χρόνο. ΠΡΕΣΑ
* * *
η, Ν
πιεστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pressa < λατ. premo «πιέζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρέσα — η (λ. ιταλ.), πιεστήριο, μηχάνημα για ισχυρή πίεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

  • πιεστήριος — α, ο / πιεστήριος, ον, ΝΜΑ, και πιαστήριος Α [πιεστήρ] 1. αυτός με τον οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι («πιαστήρια /ὄργανα», Ηλιόδ.) 2.το ουδ. ως ουσ. το πιεστήριο(ν) και πιαστήριον το όργανο με το οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • πρεσάρω — Ν συμπιέζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pressare < pressa (βλ. λ. πρέσα)] …   Dictionary of Greek

  • χαρακτική — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραφικών μεθόδων που περιλαμβάνουν την αποτύπωση ενός σχεδίου επάνω σε μόνιμη μήτρα και από εκεί τη μεταφορά του σε χαρτί ή άλλο υλικό. Η αποτύπωση του σχεδίου στη μήτρα γίνεται με την τεχνική της …   Dictionary of Greek

  • Γκαγκάριν, Αντρέι Γκριγκόριεβιτς — (Andrey Grigoryevich Gagarin,1856 – 1920). Ρώσος πρίγκιπας, φυσικός και μηχανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και εργάστηκε στο εργοστάσιο κατασκευής όπλων της πόλης κατά την περίοδο 1895 1900, ενώ από το 1902 έως το 1907… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”